κοχλίων

κοχλίων
κοχλίον
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοχλιῶν — κόχλιας snail with a spiral shell masc gen pl κοχλίας masc gen pl κοχλιός Gloss. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вьртьлъ — ВЬРТЬЛ|Ъ (1*), А с. Вьртьлъмь в роли нар. Спиралью: имѩше же и на конець горъ части то˫а ины кѣль˫а в камени сѣчены. токмо двери имуща в нихъ вертъломъ || въсходъ бѣаше. высока ради горы възлажень˫а (διὰ κοχλιῶν) ПНЧ XIV, 146в–г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… …   Dictionary of Greek

  • κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… …   Dictionary of Greek

  • καθετόμετρο — Όργανο της φυσικής, που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της κατακόρυφης απόστασης μεταξύ δύο τυχαίων σημείων, τα οποία δεν βρίσκονται στην ίδια κατακόρυφη γραμμή. Αποτελείται από μία ράβδο, τοποθετημένη κατακόρυφα με τη βοήθεια αλφαδιού και τριών… …   Dictionary of Greek

  • κοχλιοσύνδεση — η τεχνολ. τρόπος σύνδεσης διαφόρων μεταλλικών και άλλων τεμαχίων μεταξύ τους με τη χρησιμοποίηση κοχλιών, με βίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + σύνδεση] …   Dictionary of Greek

  • κοχλιοτόμος — Εργαλειομηχανή που εκτελεί την κοχλιοτόμηση, δηλαδή την εκσκαφή της ελίκωσης ενός κοχλία κατά μήκος μιας κυλινδρικής επιφάνειας. Η κοχλιοτόμηση εφαρμόζεται στην εσωτερική ή στην εξωτερική επιφάνεια του κυλίνδρου. Η πρώτη εκτελείται με αρσενικό κ …   Dictionary of Greek

  • κοχλιουλκός — ο εργαλείο για την εξαγωγή κοχλιών από το εσωτερικό οπής, κν. ξεβιδωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + ουλκός (< ελκός < ἕλκω), πρβλ. κηρ ουλκός, πολφ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • κοχλιότοπος — ο τόπος όπου υπάρχουν παλαιολιθικά αποθέματα κοχλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + τοπος (< τόπος), πρβλ. βοσκό τοπος, θαμνό τοπος] …   Dictionary of Greek

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”